Είναι ένας ελαφρά υπεγερμένος, τριγωνικού σχήματος ινοαγγειακός ιστός στο πρόσθιο τμήμα του βολβού του ματιού, που ξεκινάει από το σκληρό χιτώνα (λευκό του ματιού) και επεκτείνεται μέχρι τον κερατοειδή (το διαυγές πρόσθιο τμήμα του βολβού). Συνήθως η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία για αρκετές ώρες, αυξάνει τον κίνδυνο για δημιουργία πτερυγίου (χαρακτηριστικά καλείται νόσος των σέρφερ). Τα πτερύγια είναι καλοήθη, αλλά παρόλ’αυτά εκτός της παραμόρφωσης που δημιουργούν μπορούν να προκαλέσουν και ελάττωση της όρασης όταν επεκταθούν προς το κέντρο του κερατοειδούς.
H ακριβής αιτία του πτερυγίου δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη. Το πτερύγιο παρουσιάζεται συχνότερα σε άτομα που περνούν στην ύπαιθρο το περισσότερο χρόνο τους, ιδίως σε θερμά κλίματα με μεγάλη ηλιοφάνεια. Παρατεταμένη έκθεση στο ηλιακό φως, ιδίως στην υπεριώδη ακτινοβολία, καθώς και χρόνιος ερεθισμός του ματιού από ξηρότητα του περιβάλλοντος και συνθήκες αυξημένης σκόνης, φαίνεται πως αποτελούν γενεσιουργό αιτία. Αν και η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλίου εμφανίζεται ως πρωταρχική αιτία δημιουργίας και ανάπτυξης του πτερυγίου, η σκόνη, ο αέρας και η ξηροφθαλμία, φαίνεται να εμπλέκονται και αυτά στην ανάπτυξη των πτερυγίων.
Συνήθως εμφανίζονται σε ηλικίες 30-50 ετών και μάλιστα το ανοιχτόχρωμο δέρμα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης πτερυγίου.
Συνήθως εμφανίζονται στη ρινική (προς τη μύτη) πλευρά του βολβού, όμως κάποιες φορές μπορεί να εμφανιστούν και κροταφικά (στην έξω πλευρά). Μπορεί να αφορούν το ένα ή και τα δύο μάτια. Στα αρχικά στάδια συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα και δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία. Στις περιπτώσεις όμως που το πτερύγιο είναι μεγάλο, μπορεί να προκαλεί αίσθημα ξένου σώματος, κνησμό ή και αίσθημα καύσου. Κάποιες φορές φλεγμαίνουν και δημιουργούν έντονη ερυθρότητα στον πάσχοντα οφθαλμό. Όταν ένα πτερύγιο επεκτείνεται στον κερατοειδή, μπορεί να προκαλέσει εκτροπές στην όραση και αστιγματισμό.
Εξαρτάται από το μέγεθός του, από το αν μεγαλώνει και από τα συμπτώματα που προκαλεί. Ανεξαρτήτως από τη σοβαρότητά τους όλα τα πτερύγια πρέπει να παρακολουθούνται από τον οφθαλμίατρό σας κάθε 6 μήνες-1 έτος. Όταν είναι μικρό ένα πτερύγιο αρκεί η ενστάλαξη ενυδατικών σταγόνων ή και ήπιου κορτιζονούχου κολλυρίου για να μειωθεί η φλεγμονή και η ερυθρότητα. Κάποιες φορές χρησιμοποιούνται φακοί επαφής για να καλύψουν το πτερύγιο και με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψουν από την περαιτέρω έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία. Μπορεί επίσης να δοθεί τοπικά κυκλοσπορίνη για το μάτι με την ξηροφθαλμία.
Στην περίπτωση που το πτερύγιο δίνει έντονα συμπτώματα, φλεγμαίνει συνεχώς ή παρεμποδίζει την όραση τότε πρέπει να γίνει χειρουργική αφαίρεση. Υπάρχουν αρκετές χειρουργικές τεχνικές. Ο οφθαλμίατρός σας, που θα το χειρουργήσει θα αποφασίσει ποια είναι η ενδεικνυόμενη χειρουργική τεχνική για τις δικές σας ανάγκες.
Γίνεται σε αποστειρωμένη χειρουργική αίθουσα, υπό τοπική αναισθησία. Συνήθως δεν διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά- 1ώρα (αναλόγως της χρησιμοποιούμενης τεχνικής). Μετά την επέμβαση θα χρειαστεί κάλυψη του ματιού για 1-2 ημέρες. Μετά την αφαίρεση της κάλυψης του ματιού μπορείτε να επανέλθετε στις καθημερινές σας δραστηριότητες.
Δυστυχώς τα πτερύγια μπορεί να ξαναδημιουργηθούν μετά τη χειρουργική τους αφαίρεση και ιδίως σε νεαρά άτομα. Ωστόσο η αποφυγή έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία με τη χρήση γυαλιών ηλίου καθώς επίσης και η χειρουργική τεχνική αφαίρεσης μειώνουν τα ποσοστά υποτροπής. Είναι προτιμότερη η χειρoυργική εξαίρεση ενός πτερυγίου σε εποχή χωρίς μεγάλη ηλιοφάνεια και η χρήση αυτομοσχεύματος για κάλυψη της περιοχής από όπου αφαιρέθηκε το πτερύγιο, μειώνει τον κίνδυνο υποτροπής. Ένα φάρμακο που έχει χρησιμοποιηθεί τοπικά για την αποτροπή της υποτροπής είναι η μιτομυκίνη C (MMC). Οτιδήποτε γίνει από τα παραπάνω είναι επιλογή του χειρουργού και εξατομικεύεται αναλόγως του πτερυγίου.
Ο γιατρός σας θα σας δώσει κορτιζονούχες σταγόνες για μερικές εβδομάδες έτσι ώστε να μειωθεί το οίδημα και η υποτροπή. Απαραίτητη επίσης είναι η χρήση προστατευτικών γυαλιών ηλίου.