Τι είναι η ενδοϋαλοειδική έγχυση;

Είναι η έγχυση φαρμάκου μέσα στο μάτι (στο υαλοειδές) με τη βοήθεια σύριγγας με πολύ λεπτή βελόνα, που σκοπό έχει τη θεραπεία διαφόρων οφθαλμολογικών παθήσεων. Τα φάρμακα που εγχέονται μέσα στο μάτι μπορεί να είναι κορτιζόνη, αντι-αγγειογενετικοί παράγοντες, ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες, αντιβιοτικά ή οκριπλασμίνη. Το  κάθε ένα από αυτά τα φάρμακα έχει στόχο τη θεραπεία διαφορετικής οφθαλμολογικής πάθησης.

Για ποιο λόγο μπορεί να χρειαστώ ενδοϋαλοειδική έγχυση;

Ενδοϋαλοειδική έγχυση μπορεί να χρειαστείτε σε περίπτωση που πάσχετε από κάτι από τα παρακάτω:

  1. Ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς εξιδρωματικού τύπου (υγρή μορφή)
  2. Κλινικά σημαντικό οίδημα της ωχράς ή παραγωγική διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (καταστάσεις που προκαλούνται από τον αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη)
  3. Ενδοφθαλμίτιδα (μόλυνση στο εσωτερικό του ματιού)
  4. Ραγοειδίτιδα (φλεγμονή του ματιού)
  5. Κυστικό οίδημα της ωχράς ποικίλης αιτιολογίας (π.χ. απόφραξη της αμφιβληστροειδικής φλέβας)
  6. Υαλοειδοαμφιβληστροειδική έλξη
Πώς γίνονται οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις;

Η έγχυση γίνεται σε συνθήκες σχετικής αποστείρωσης, δηλαδή χρησιμοποιείται αποστειρωμένο πεδίο απομόνωσης του ματιού, αποστειρωμένα γάντια και εργαλεία. Δεν απαιτείται όμως, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, η χρήση χειρουργικού χώρου, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί κάλλιστα σε δωμάτιο αποκλειστικής χρήσης. Πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία με σταγόνες τετρακαΐνης ή αλκαΐνης αφού έχει προηγηθεί καθαρισμός της περιοχής περιοφθαλμικά με Betadine και έχει γίνει και ενστάλαξη αραιωμένου Betadine μέσα στο μάτι. Ένας έμπειρος οφθαλμίατρος ολοκληρώνει την όλη διαδικασία σε λίγα μόνο λεπτά. Ο ασθενής δεν νιώθει καθόλου πόνο.

Τι πρέπει να περιμένετε μετά την έγχυση;

Μετά από την έγχυση δεν πρέπει να πέσει στο μάτι νερό βρύσης ή θαλασσινό νερό για 2-3 ημέρες. Δεν απαιτούνται αντιβιοτικές σταγόνες, εφόσον σε διεθνείς μελέτες δεν έχει καταδειχθεί ότι προστατεύουν από την πιθανότητα λοίμωξης, παρά μόνο σε περιπτώσεις που υπάρχει παράγοντας κινδύνου στο μάτι όπως η βλεφαρίτιδα. Σε περίπτωση που νιώσετε έντονο πόνο ή αλλάξει κάτι στην όρασή σας (θόλωση, ελάττωση όρασης) τις πρώτες μέρες μετά την έγχυση πρέπει να ενημερώσετε τον οφθαλμίατρό σας. Ανάλογα με το φάρμακο που χρησιμοποιείται στην έγχυση ακολουθείται συγκεκριμένο πρωτόκολλο παρακολούθησης και επανεξέτασης, για το οποίο θα σας ενημερώσει ο γιατρός σας.

Ποια είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις;

Στις παθήσεις της ωχράς, που είναι και η πλέον κοινή ένδειξη για τις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις γίνεται συνηθέστερα έγχυση αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti-VEGF, αναστολείς του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα). Οι αντιαγγειογενετικοί παράγοντες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα παθήσεων της ωχράς κηλίδας, όπως την εκφύλιση της ωχράς εξιδρωματικού τύπου (υγρή μορφή) ηλικιακής αιτιολογίας, καθώς και αγγειακής αιτιολογίας παθήσεις της ωχράς, όπως το διαβητικό οίδημα της ωχράς και το οίδημα της ωχράς μετά από απόφραξη της αμφιβληστροειδικής φλέβας ή κλάδου αυτής. Οι εγκεκριμένοι φαρμακευτικοί αντιαγγειογενετικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή είναι το Ranibizumab (LUCENTIS) και το Aflibercept (EYLEA). Ενώ υπάρχουν πολλές μελέτες για διάφορα νέα φάρμακα που θα προστεθούν στο εγγύς μέλλον στη φαρέτρα των οφθαλμιάτρων. Πρόσφατα για το οίδημα της ωχράς σε αγγειακές παθήσεις εγκρίθηκε ένα σκεύασμα κορτιζόνης-δεξαμεθαζόνης βραδείας αποδέσμευσης (OZURDEX) το οποίο εμφυτεύεται ενδοϋαλοειδικά και έχει δράση για 6 μήνες.

Άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για ενδοϋαλοειδική έγχυση είναι κάποιοι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες (π.χ. Μεθοτρεξάτη) που στοχεύουν σε θεραπεία ραγοειδιτίδων ή και αντιβιοτικά φάρμακα σε περιπτώσεις ενδοφθαλμίτιδας. Τέλος η φαρμακευτική ουσία οκριπλασμίνη (JETREA) βοηθάει στη λύση της υαλοειδοωχρικής έλξης, που προκαλείται από υαλοειδοωχρική σύμφυση κατά την οποία το υαλοειδές σώμα του οφθαλμού εμφανίζει μη φυσιολογική ισχυρή προσκόλληση στο κεντρικό τμήμα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα (στη φωτοευαίσθητη μεμβράνη στο πίσω μέρος του οφθαλμού). Η αποτελεσματικότητά της είναι εντυπωσιακή όταν γίνεται σωστή επιλογή των περιστατικών.

Ποιες μπορεί να είναι οι οφθαλμικές επιπλοκές από μία ενδοϋαλοειδική έγχυση;

Ευτυχώς ο κίνδυνος σοβαρών απειλητικών για την όραση επιπλοκών είναι εξαιρετικά χαμηλός όταν η έγχυση γίνεται από έμπειρο οφθαλμίατρο και ακολουθούνται οι διαδικασίες έτσι όπως πρέπει. Συνήθως μετά την έγχυση θα έχετε αίσθημα ξένου σώματος στο μάτι την πρώτη ημέρα, που μπορεί να ξεκινήσει όταν φύγει η επίδραση των αναισθητικών σταγόνων. Κάποιες φορές μπορεί να προκληθεί μικρή επιφανειακή αιμορραγία στο σημείο εισόδου της βελόνας στο μάτι, που απορροφάται σε λίγες ημέρες. Ορισμένοι ασθενείς παραπονούνται ότι βλέπουν κάτι να κολυμπάει στο μάτι τους τους, αυτό είναι είτε το φάρμακο που έχει εγχυθεί ενδοϋαλοειδικά ή κάποια μικρή φυσαλίδα αέρα που εισήχθη στο μάτι με την ένεση και θα απορροφηθεί σταδιακά. Παρά το γεγονός ότι ακολουθείται η σωστή διαδικασία, πολύ σπάνια μπορούν να υπάρξουν επιπλοκές όπως η ενδοφθαλμίτιδα (η λοίμωξη του εσωτερικού του ματιού), της οποίας η επίπτωση είναι 0,2 % για κάθε έγχυση, η αποκόλληση αμφιβληστροειδούς (της οποίας τον κίνδυνο μειώνουν οι πολύ λεπτές βελόνες), που η επίπτωσή της είναι 0,9% ανά έγχυση. Η παροδική οφθαλμική υπερτονία είναι πιο πιθανή από τη μακροπρόθεσμη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γλαύκωμα. Σε μάτια με φυσιολογική ενδοφθάλμια πίεση η παροδική αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης μετά την έγχυση συνήθως επιστρέφει στα φυσιολογικά της επίπεδα χωρίς καμία παρέμβαση. Η ενδοϋαλοειδική έγχυση κορτιζόνης δεν αντενδείκνυται ακόμα και σε ασθενείς με γλαύκωμα, με μόνη διαφορά ότι χρειάζεται πιο εντατική παρακολούθηση. Η δημιουργία τραυματικού καταρράκτη είναι σπάνια οξεία επιπλοκή από ενδοϋαλοειδική έγχυση σε περίπτωση τραυματισμού του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού. Ωστόσο σε επαναλαμβανόμενες ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις ο ρυθμός εξέλιξης του πυρηνικού ή του φλοιώδη καταρράκτη είναι αυξημένος. Επίσης σπάνια επιπλοκή είναι η άσηπτη φλεγμονή (άσηπτη ενδοφθαλμίτιδα), που είναι ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού. Όλες οι επιπλοκές όσο σπάνιες κι αν είναι, πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το μάτι και η όραση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρετε στο γιατρό σας οποιαδήποτε ενόχληση ή σύμπτωμα έχετε.